- ταωνικός
- τᾰωνικός, ή, όν,A peacock-coloured, i.e. shot with various hues,
ἱμάτια Alex.Aphr. in Mete.158.33
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱμάτια Alex.Aphr. in Mete.158.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταωνικός — ή, όν, Α [ταώς, ῶνος] (για ένδυμα) αυτός που έχει την ποικιλία τών αποχρώσεων τού πτερώματος τού παγωνιού … Dictionary of Greek
ταωνικά — ταωνικός peacock coloured neut nom/voc/acc pl ταωνικά̱ , ταωνικός peacock coloured fem nom/voc/acc dual ταωνικά̱ , ταωνικός peacock coloured fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)